- αλληγορητής
- και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) [ἀλληγορῶ]αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλληγορηταῖς — ἀλληγορητής interpret allegorically masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληγορηταί — ἀλληγορητής interpret allegorically masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PSALMUS — a Cantico qui differat, exonit Augustin. in Psalm. 67. Inter Psalmum et canticum hoc interest, quod Canticum ore profertur, Psalmus autem visibili organô adhibitô, i. e. Psalteriô, canitur. Quod eonfirmat Gregorius Nyssenus Tract. 2. in Psalm. c … Hofmann J. Lexicon universale
αλληγοριστής — ο (Μ ἀλληγοριστής) παράλληλος τύπος τής λέξης αλληγορητής* … Dictionary of Greek
αλληγορώ — ἀλληγορῶ ( έω) (ΑΜ) 1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο 2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος. ΠΑΡ. ἀλληγόρημα,… … Dictionary of Greek